χελωνοειδώς

χελωνοειδώς
Ν
επίρρ. βλ. χελωνοειδής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελωνοειδής — ές, ΝΜ αυτός που μοιάζει με χελώνα στο σχήμα ή στη βραδυπορία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα χελωνοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα χελώνια. επίρρ... χελωνοειδώς Ν με αργή κίνηση, σαν τη χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”